- ψύχουσι
- ψύ̱χουσι , ψύχωPhdr..pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)ψύ̱χουσι , ψύχωPhdr..pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψυχοῦσι — ψύχω Phdr.. aor subj pass 3rd pl (epic) ψῡχοῦσι , ψυχόω give soul to pres part act masc/neut dat pl (attic ionic) ψῡχοῦσι , ψυχόω give soul to pres ind act 3rd pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορκάθους — ὁρκάθους (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐφ ὧν τὰ σῡκα ψύχουσι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με τα ἕρκος, ὁρκάνη] … Dictionary of Greek
φύραμα — το, ΝΜΑ [φυρῶ] 1. ζυμάρι, αλεύρι ανακατεμένο με νερό και ζυμωμένο 2. οτιδήποτε μπορεί να αναμιχθεί με νερό και να ζυμωθεί, όπως λ.χ. το υλικό που χρησιμοποιεί ο αγγειοπλάστης νεοελλ. 1. (βιοχ.) παλαιότερη ονομασία τού ενζύμου 2. είδος πτηνοτροφής … Dictionary of Greek